Poesia kaiera
Poesia kaiera
Giorgos Seferis
itzulpena: Maite López Las Heras
2024, poesia
64 orrialde
978-84-19570-20-8
Giorgos Seferis
1900-1971
 
 

 

Euripides, atenastarra

 

Troiako garren artean zahartu zen

eta Siziliako harrobietan.

 

Gogoko zituen hondartzako haitzuloak eta itsasoaren margolanak.

Gizakien zainak ikusi zituen

jainkoen sare bat bezala, animaliak baikinan harrapatzen gaituena:

apurtzen saiatu zen.

Zakarra zen, gutxi ziren lagunak;

heldu zen tenorea eta txakurrek zatikatu egin zuten.

 

Σαλαμινα της Κυπρος

Κάποτε δ ήλιος τοΰ μεσημεριού, κάποτε φούχτες ή ψιλή βροχή / και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια. / Ασήμαντες οί κολόνες· μονάχα ό "Αγιος Έπιφάνιος / δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τή δύναμη τής πολύχρυσης αύτοκρατορίας. // Τά νέα κορμιά περάσαν άπ’ έδώ, τά έρωτεμένα' / παλμοί στούς κόλπους, ρόδινα κοχύλια καί τά σφυρά / τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό / κι άγκάλες ανοιχτές γιά τδ ζευγάρωμα τοΰ πόθου. / Κύριος επί ύδάτων πολλών, / πάνω σ’ αύτδ τδ πέρασμα. // Τότες ακόυσα βήματα στά χαλίκια. / Δέν είδα πρόσωπα- σά γύρισα είχαν φύγει. / "Ομως βαριά ή φωνή σάν τδ περπάτημα τοΰ καματερού, / έμεινε έκεΐ στις φλέβες τ’ ούρανοΰ στδ κύλισμα τής θάλασσας / μέσα στά βότσαλα πάλι καί πάλι: // «Ή γης δέν έχει κρικέλια / για να την παρουν στον ωμο και να φυγουν / μήτε μπορούν, δσο κι άν είναι διψασμένοι / νά γλυκάνουν τδ πέλαγο μέ νερδ μισδ δράμι. / Καί τούτα τά κορμιά / πλασμένα άπδ ένα χώμα πού δεν ξέρουν, / έχουν ψυχές. / Μαζεύουν σύνεργα γιά νά τις άλλάξουν, / δέ θά μπορέσουν" μόνο θά τις ξεκάμουν / άν ξεγίνουνται οί ψυχές. / Δεν άργεΐ νά καρπίσει τ’ άστάχυ / δέ χρειάζεται μακρύ καιρδ / γιά νά φουσκώσει της πίκρας τδ προζύμι, / δέ χρειάζεται μακρύ καιρδ / τδ κακδ γιά νά σηκώσει τδ κεφάλι, / κι δ άρρωστος νους πού άδειάζει / δέ χρειάζεται μακρύ καιρδ / γιά νά γεμίσει μέ την τρέλα, / νήσός τις έστι...». // Φίλοι του άλλου πολέμου, / σ’ αύτή τήν έρημη συννεφιασμένη άκρογιαλιά / σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει ή μέρα— / Εκείνοι πού έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι πού έπεσαν χρόνια μετά τή μάχη" / έκεΐνοι πού είδαν τήν αύγή μες άπ’ τήν πάχνη τοϋ θανάτου / ή, μες στήν άγρια μοναξιά κάτω άπδ τ’ άστρα, / νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα / τά μάτια της δλόκληρης καταστροφής- / κι ακόμη εκείνοι που προσευχουνταν / δταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τά καράβια: / «Κύριε, βόηθα νά θυμόμαστε / πώς έγινε τοϋτο τό φονικό- / την αρπαγή τό δόλο την ιδιοτέλεια, / τό στέγνωμα της άγάπης- / Κύριε, βόηθα νά τά ξεριζώσουμε...)). // —Τώρα καλύτερα νά λησμονήσουμε πάνω σε τοϋτα τά χαλίκια- / δέ φελα νά μιλαμε- / τή γνώμη τών δυνατών ποιος θά μπορέσει νά τη γυρίσει; / ποιος θά μπορέσει ν’ ακουστεί; / Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει τό βραχνά τών / άλλων. // —Ναί- δμως ό μαντατοφόρος τρέχει / κι όσο μακρύς κι άν είναι ό δρόμος του, θά φέρει / σ’ αύτούς πού γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο / τό φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας. // Φωνή Κυρίου επί τών ύδάτων. / Νήσός τις έστι.