Poesia kaiera
Poesia kaiera
Giorgos Seferis
itzulpena: Maite López Las Heras
2024, poesia
64 orrialde
978-84-19570-20-8
Giorgos Seferis
1900-1971
 
 

 

VII
Haize hego

 

Itsasoak mendebalderantz mendikate batekin bat egiten du.

Gure ezkerrera hego-haizeak jotzen du eta erotu egiten gaitu,

hezurrak haragitik biluzten dituen haize honek.

Gure etxea pinuen eta algarroboen artean.

Leiho handiak. Mahai handiak

duela hainbeste hilabete idazten dizkizugun gutun hauek

idazteko eta bota egiten ditugu

bereizketan hutsunea betetzeko.

 

Egunsentiko izarra, begiak beheratzen zenituenean

gure orduak gozoagoak ziren olioa

zaurian baino, atseginagoak ur hotza

ahosabaian baino, lasaiagoak beltxargaren hegoak baino.

Gure bizitzari eusten zenion zure esku-ahurrean.

Erbestearen ogi mingotsaren ostean

gauean murru zuriaren aurrean gelditzen bagara

zure ahotsa hurreratzen zaigu su baten itxaropen gisa

eta ostera ere haize honek zorrozten du

aizto bat gure kirioetan.

 

Gutako bakoitzak gauza bera idazten zizun

eta bakoitza bestearen aurrean isildu egiten zen

bakoitza nor bere aldetik mundu berberari begira

argiari eta mendikateko iluntasunari

eta zuri.

Nork kenduko du atsekabe hau gure bihotzetik?

Atzo iluntzean euri-zaparrada eta gaur berriro ere

zeru goibelak zamatzen gaitu. Gure gogoetek,

atzoko zaparradan pinu-orratzak bezala

gure etxeko atean pilatuta eta alferrikako,

erortzen ari den dorre bat eraiki nahi dute.

 

Sarraskitutako herrixkotan

lurmutur honetan, haize hegoarentzat irekia

ezkutatzen zaituen mendikatea gure aurrean,

nork hartuko digu aintzat ahanzturaren erabakia?

Nork onartuko du gure eskaintza, udazken honen amaieran?

 

Ζ’. Νοτιας

Τό πέλαγο σμίγει κατά τή δύση μιά βουνοσειρά. / Ζερβά μας ό νοτιάς φυσάει καί μας τρελαίνει, / αύτός ό άγέρας πού γυμνώνει τά κόκαλα άπ’ τή σάρκα. / Τό σπίτι μας μέσα στά πεϋκα καί στις χαρουπιές. / Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια / γιά νά γράφουμε τά γράμματα πού σου γράφουμε / τόσους μήνες καί τά ρίχνουμε / μέσα στον άποχωρισμό γιά νά γεμίσει. // ’Άστρο της αύγης, δταν χαμήλωνες τά μάτια / οί ώρες μας ήταν πιο γλυκιές άπό τό λάδι / πάνω στήν πληγή, πιο πρόσχαρες άπό τό κρύο νερό / στον ούρανίσκο, πιο γαλήνιες άπό τά φτερά του κύκνου. / Κρατούσες τή ζωή μας στήν παλάμη σου. / "Υστερα άπ’ τό πικρό ψωμί της ξενιτιάς / τή νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο / ή φωνή σου μάς πλησιάζει σάν ελπιση φωτιάς / καί πάλι αύτός ό άγέρας άκονίζει / πάνω στά νεΰρα μας ένα ξυράφι. // Σου γράφουμε ο καθένας τά ίδια πράματα / καί σωπαίνει ό καθένας μπρος στον άλλον / κοιτάζοντας, ό καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά / τό φώς καί τό σκοτάδι στή βουνοσειρά / κι εσένα. / Ποιος θά σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας; / Χτες βράδυ μιά νεροποντή καί σήμερα / βαραίνει πάλι ό σκεπασμένος ούρανός. Οί στοχασμοί μας / σάν τις πευκοβελόνες της χτεσινης νεροποντής / στήν πόρτα τοΰ σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι / θέλουν νά χτίσουν εναν πύργο πού γκρεμίζει. // Μέσα σε τοΰτα τά χωριά τ’ άποδεκατισμένα / πάνω σ’ αύτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά / μέ τή βουνοσειρά μπροστά μας πού σε κρύβει, / ποιος θά μας λογαριάσει τήν απόφαση τής λησμονιας; / Ποιος θά δεχτεί τήν προσφορά μας, στο τέλος αύτό τοΰ φθινοπώρου.