Poesia kaiera
Poesia kaiera
Giorgos Seferis
itzulpena: Maite López Las Heras
2024, poesia
64 orrialde
978-84-19570-20-8
Giorgos Seferis
1900-1971
 
 

 

II. Mizenas

 

Eman zure eskuak, eman zure eskuak, eman zure eskuak.

 

Ikusi nuen gauean

mendi-gailur zorrotza

ikusi nuen harantzago zelaia urpetuta

ilargi ikusezin baten argiarekin

ikusi nituen, burua jiratzerakoan

harri beltzak pilatuta

eta ene bizitza tenk soka bat bezala

hasiera eta amaiera

azken unea:

nire eskuak.

 

Hondoratu egiten da harri handiak jasotzen dituena;

harri hauek jaso nituen ahal izan nuen artean

harri hauek maitatu nituen ahal izan nuen artean

harri hauek, nire halabeharra.

Neure herriak zaurituta

neure alkandorak torturatuta

neure jainkoek kondenatuta,

harri hauek.

 

Badakit ez dakitela, baina nik

hainbatetan hiltzailearenetik hildakoarenganako bideari

jarraitu izan diodan honek

hildakoarenetik ordaintzerakoa

eta ordaintzearenetik beste hilketarakoa,

haztaka

purpura agorrezina

itzuleraren gau hartan

Beneragarriek txistua jotzeari ekin ziotenean

belar barbanan —

ikusi nituen sugeak sugegorriekin lotuta

leinu txarrean kiribilduta

gure halabeharra.

 

Ahotsak harritik loalditik atereak

sakonagoak hemen mundua iluntzen den toki honetan,

eginahalaren oroimena

ahaztutako

oinekin lurra jo zuen erritmoan erroturik.

Gorputzak beste garaiko zimenduetan

hondoraturik, biluzik. Begiak

iltzatuta, iltzatuta puntu batean

non nahita ere bereizi ezin dezakezun:

arima

zure arima bihurtzeko lehian.

 

Dagoeneko isiltasuna ere ez da zurea

hemen errotarriak gelditu ziren tokian.

 

1935eko urria

 

Β’. Μυκηνες

Δώσ’ μου τά χέρια σου, δώσ’ μου τά χέρια σου, δώσ’ μου τά χέρια σου. // Είδα μέσα στη νύχτα / τη μυτερή κορυφή τοΰ βουνοΰ / είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο / μέ τό φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού / είδα, γυρίζοντας τό κεφάλι / τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες / καί τή ζωή μου τεντωμένη σά χορδή / άρχή καί τέλος / ή τελευταία στιγμή- / τά χέρια μου. // Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες- / τοΰτες τις πέτρες τις έσήκωσα δσο βάσταξα / τούτες τις πέτρες τις αγάπησα δσο βάσταξα / τοΰτες τις πέτρες, τή μοίρα μου. / Πληγωμένος άπό τό δικό μου χώμα / τυραννισμένος άπό τό δικό μου πουκάμισο / καταδικασμένος άπό τούς δικούς μου θεούς, / τοΰτες τις πέτρες. // Ξέρω πώς δέν ξέρουν, αλλά εγώ / πού ακολούθησα τόσες φορές / τό δρόμο απ’ τό φονιά στο σκοτωμένο / άπ’ τό σκοτωμένο στην πληρωμή / κι άπό τήν πληρωμή στον άλλο φόνο, / ψηλαφώντας / τήν άνεξάντλητη πορφύρα / τό βράδυ εκείνο τοΰ γυρισμοΰ / πού άρχισαν νά σφυρίζουν οί Σεμνές / στο λιγοστό χορτάρι — / είδα τά φίδια σταυρωτά μέ τις οχιές / πλεγμένα πάνω στήν κακή γενιά / τή μοίρα μας. // Φωνές άπό τήν πέτρα άπό τον ύπνο / βαθύτερες έδώ πού ό κόσμος σκοτεινιάζει, / μνήμη τοΰ μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό / πού χτύπησε τή γης μέ πόδια / λησμονημένα. / Σώματα βυθισμένα στά θεμέλια / τοΰ άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια / προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ενα σημάδι / πού όσο κι αν θέλεις δέν τό ξεχωρίζειςˇ / ή ψυχή / που μάχεται γιά νά γίνει ψυχή σου. // Μήτε κι ή σιωπή είναι πιά δική σου / έδώ πού σταματησαν οί μυλόπετρες.