Poesia kaiera
Poesia kaiera
Giorgos Seferis
itzulpena: Maite López Las Heras
2024, poesia
64 orrialde
978-84-19570-20-8
Giorgos Seferis
1900-1971
 
 

 

I. Hampstead

 

Hegoa hautsitako txori bat bezala

urteetan airean zehar bidaiatu duena

haizea eta ekaitza

jasateko txori ezgauza bat bezala

amiltzen da gaua.

Belar berdearen gainean

gau osoan dantzan aritu ziren hiru mila aingeru

altzairua bezain biluzik,

amiltzen ari da gau zurbila:

hiru mila aingeruek hegoak tolestu zituzten eta bihurtu ziren

zakur bat

ahaztua

zaunka egiten duena

bakarrik

eta bere jabearen

edo azken judizioaren

edo hezur baten bila dabilena.

Orain patxada apur bat bilatzen dut

aski izango nuke txabola bat muino batean

edo hondartzaren batean

aski izango nuke nire leiho aurrean

anilez melatutako izara bat

itsasoa bezala zabalduta

aski izango nuke krabelin bat

nire loreontzian, artifiziala izan arren,

paper gorri bat alanbre batean bilduta

esfortzurik gabe haizeak

haizeak menderatu ahal izateko moduan

nahi beste.

Amilduko litzateke gaua

artaldeek durundatuko lukete kortara jaistean

gogoeta oso erraz eta zoriontsu batek bezala

eta ni lotara joango nintzateke

ez bainuke edukiko

ez kandela bakar bat ere pizteko,

ez argirik,

leitzeko.

 

1931

 

A’. Hampstead

Σάν ενα πουλί μέ σπασμένη φτερούγα / πού θά ’χε χρόνια μέσα στον άγέρα ταξιδέψει / σάν ένα πουλί πού δέν μπόρεσε νά βαστάξει / τον άγέρα καί τη φουρτούνα / πέφτει τό βράδυ. / Πάνω στο πράσινο χορτάρι / είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες άγγέλοι / γυμνοί σάν άτσάλι, / πέφτει τό βράδυ χλωμό" / οί τρεις χιλιάδες άγγέλοι / μαζέψαν τά φτερά τους καί γενηκαν / ένα σκυλί / ξεχασμένο / πού γαβγίζει / μοναχό / καί γυρεύει τον άφέντη του / ή τη δευτέρα παρουσία / ή ένα κόκαλο. / Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία / θά μου ’φτανε μιά καλύβα σ’ ένα λόφο / ή σέ μιά άκρογιαλιά / θά μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου / ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι / απλωμένο σάν τή θάλασσα / θά μου ’φτανε στή γλάστρα μου / έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο / ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι / έτσι πού νά μπορεί ό άγέρας / ό άγέρας νά τό κυβέρνα χωρ'ις προσπάθεια / δσο θέλει. / Θά ’πεφτε τό βράδυ / τά κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους / σά μιά πολύ άπλή κι εύτυχισμένη σκέψη / και θά ’πεφτα νά κοιμηθώ / γιατ'ι δέ θά ’χα / ούτε ένα κερί ν’ άνάψω, / φώς, / νά διαβάσω.