Poesia kaiera
Poesia kaiera
Giorgos Seferis
itzulpena: Maite López Las Heras
2024, poesia
64 orrialde
978-84-19570-20-8
Giorgos Seferis
1900-1971
 
 

 

Egun baten jarrera

 

We plainly saw that not a soul

lived in that fated vessel!

Edgar Allan Poe

 

Duela hamar urte toki arrotz batean bizi gineneko egun baten jarrera

oso antzinako une baten eterra Jaunaren aingeru baten pare hegaldatu eta desagertu zena

emakume baten ahotsa hain zuhur eta hain nekez ahantzia;

amaiera nahigabetsu bat, irailen batean harri bihurtutako ilunabarra.

 

Etxe berriak klinika hautseztatuak leiho exantematikoak hilkutxa-lantegiak…

Inork pentsatu al du zenbat sufritzen duen botikari sentikor batek gaueko txandan?

Nahaspila gelan: tiraderek leihoek ateek ahoak zabaltzen dituzte basapiztien modura;

gizon aspertu batek kartak botatzen ditu izarrei begira bila dabil.

 

Kezkatu egiten da: atea jotzen badute nork zabalduko du? Liburu bat irekitzen badu nori begiratuko dio? Bere arima zabaltzen badu nork behatuko du? Kate bat.

Non dago kolpe batekin denbora bitan mozten eta txunditzen duen maitasuna?

 

Hitzak soilik eta keinuak. Bakarrizketa monotonoa ispilu baten aurrean zimur baten azpian.

Tinta tanta bat zapian bezala hedatzen da asperdura.

 

Itsasontziko guztiak hil ziren, baina itsasontziak portutik abiatzerakoan zuen asmoarekin darrai.

Nola hazi diren kapitainaren azazkalak… eta kontramaisua bizarra kendu gabe, hiru maitale omen zituen portuko…

Itsasoa pixkanaka igotzen ari da, aparailuak harro doaz eta eguna garbitzen ari da.

Hiru izurderen bizkar beltzek distiratzen dute, irri egiten du sirenak, eta ahantzitako itsasgizon bat keinuka ari da gabian igota.

 

Το υφος μιας μερας

Τό ύφος μιας μέρας πού ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο / ό αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής πού φτερούγισε κι έχάθη σαν άγγελος Κυρίου / ή φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης μέ τόση φρόνηση και μέ τόσο κόπο- / ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου. // Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές έξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία... / Συλλογίστηκε κανένας τί ύποφέρει ένας εύαίσθητος φαρμακοποιός πού διανυκτερεύει; / Ακαταστασία στήν κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες άνοίγουν τό στόμα τους σαν άγρια θηρία- / ενας άπαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τά χαρτιά ψάχνει άστρονομίζεται γυρεύει. // Στενοχωριέται: ά χτυπήσουν τήν πόρτα ποιος θ’ άνοίξει; "Αν άνοίξει βιβλίο ποιόν θά κοιτάξει; Άν άνοίξει τήν ψυχή του ποιος θά κοιτάξει; Αλυσίδα. / Που ’ναι ή άγάπη πού κόβει τον καιρό μονοκόμματα στά δυο καί τον αποσβολώνει; / Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ εναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα. / Σά μια στάλα μελάνι σε μαντίλι ή πλήξη απλώνει. // Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μά τό καράβι άκολουθάει τό στοχασμό του πού άρχισε σάν άνοιξε άπό τό λιμάνι. / Πώς μεγαλώσαν τά νύχια του καπετάνιου... κι έ ναύκληρος άξούριστος πού ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα... / Ή θάλασσα φουσκώνει άργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι ή μέρα πάει νά γλυκάνει. / Τρία δελφίνια μαυρολογουν γυαλίζοντας, χαμογέλα ή γοργόνα, κι ενας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στή γάμπια καβάλα.